Ιταλός

Ιταλός
Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης των Ιταλών. Αναφέρεται στους Νόστους και στην Τηλεγόνεια ως γιος της Πηνελόπης και του Τηλέγονου. Σύμφωνα με τον Αντίγονο τον Συρακούσιο, ο Ι. ήταν ηγεμόνας του νότιου τμήματος της Καλαβρίας. Άλλοι μύθοι αναφέρουν πως ήταν Σικελός και ίδρυσε βασίλειο κοντά στο Λάτιο. Επίσης, ο Θουκυδίδης αναφέρει πως ήταν Σικελός βασιλιάς που οδήγησε αποίκους στην Ιταλία.
* * *
ο και Ιταλιάνος, θηλ. Ιταλίδα και Ιταλιάνα (Α Ἰταλός, θηλ. Ἰταλίς)
ο κάτοικος τής Ιταλίας
αρχ.
1. (το αρσ. ως προσηγορικό) ό ἰταλός
ο ταύρος
2. (το αρσ. ως επίθ.) ἰταλός
ιταλικός («ἰταλός αἰχμητής», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο αρχ. τ. ἰταλός με σημ. «ταύρος» πιθ. < *Fιταλός. Κατά μία άποψη, τη λ. αυτή δανείστηκε η λατ. μέσω της Οσκικής με τη μορφή vitellus (υποκορ. τού vitulus) «μοσχαράκι», απ' όπου σχηματίστηκε ο λατ. τ. Ιtalus «Ιταλός» είτε λόγω τής αφθονίας αυτών τών ζώων στη χώρα είτε επειδή θεωρούνταν ιερά. Κατ' άλλη άποψη, ο λατ. τ. Ιtalus προέρχεται απευθείας από ελλ. Ἰταλός (< ἰταλός «ταύρος»). Κατ' άλλους, τέλος, η σύνδεση τής λ. Ἰταλός με το λατ. vitellus θεωρείται εσφαλμένη, επειδή δεν διατηρείται το -ν-(F) στον λατ. τ. Ιtalus, ενώ διατηρείται σε άλλους τύπους (πρβλ. Veneti: Ενετοί)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἰταλός — Italian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰταλός — Italian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλός — ο θηλ. ίδα άτομο που έχει ιταλική καταγωγή ή εθνικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιωάννης ο Ιταλός — (11ος αι.). Φιλόσοφος.Ήταν μαθητής του Ψελλού και φίλος των βυζαντινών αυτοκρατόρων Μιχαήλ Δούκα Z’ και Αλέξιου Κομνηνού. Κάποια στιγμή ο I. ο Ι. ήρθε σε σύγκρουση με τον δάσκαλό του, επειδή τον θεωρούσε συντηρητικό. Στη διδασκαλία του οφείλεται… …   Dictionary of Greek

  • Ἰταλῶν — Ἰταλός Italian fem gen pl Ἰταλός Italian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰταλόν — Ἰταλός Italian masc acc sg Ἰταλός Italian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Итал — (Ίταλος) царь энотров, именем которого, по преданию, названа Италия. Предание то называет его зятем Латина и отцом Рема, основателя Рима, то приписывает основание города его дочери Роме. Аристотель хвалит И., как просветителя кочевников энотров …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ιταλιστί — [Ιταλός] επίρρ. στην ιταλική γλώσσα, ιταλικά …   Dictionary of Greek

  • Γκότσολι, Μπενότσο — Ιταλός ζωγράφος. Βλ. λ. Μπενότσο, Γκότσολι …   Dictionary of Greek

  • Ησαΐας, Ιωσήφ — Ιταλός φιλέλληνας και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Μεσσήνη της Σικελίας. Υπηρετώντας ως υπολοχαγός στην Ισπανία, ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1821, για να πάρει μέρος στον Αγώνα για την ανεξαρτησία. Μετείχε με άκρατο ενθουσιασμό σε πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”